[...]Ο ήλιος έδυε και ο ορίζοντας έμοιαζε να αιμορραγεί. Και το αίμα, θαρρείς και χυνόταν στη θάλασσα, σχημάτιζε ένα κόκκινο μονοπάτι που ξεθώριαζε καθώς πλησίαζε στην ακτή. Στην άκρη του, ένας μπόγος κειτόταν μπρούμυτα πάνω στην άμμο. Το νερό, ακουμπούσε απαλά πάνω του κι έπειτα υποχωρούσε, ζωγραφίζοντας γύρω του ένα περίγραμμα από αφρό.[...]
[...]«Άργο!» άκουσε μια βραχνή, αυστηρή φωνή. «Μην τρομάζεις τον επισκέπτη μας!». Ο σκύλος υπάκουσε κι απομακρύνθηκε. Το αγόρι τον παρακολούθησε να πηγαίνει στην πόρτα και να υποδέχεται το αφεντικό του. Ένας γέρος με γκρίζα μαλλιά, πιασμένα κοτσίδα στη βάση του αυχένα, στεκόταν στο κατώφλι στηρίζοντας το βάρος του σε ένα μπαστούνι. Τα ρούχα και τα παπούτσια του ήταν τρύπια και παλιά. Βάδισε κουτσαίνοντας προς την καρέκλα και την έσυρε με κόπο μπροστά στο κρεβάτι. Κάθισε και κοίταξε το αγόρι που του ανταπέδωσε το βλέμμα τρομαγμένο.[...]
[...] «Στην πραγματική ζωή Κόντι, δεν υπάρχει μαγική συνταγή, δεν υπάρχει μαγικό φίλτρο που θα σε κάνει ψηλότερο για να υψώσεις ανάστημα και να νικήσεις τους φόβους σου. Ούτε μπορείς να γίνεις μικροσκοπικός για να κρυφτείς από τον κόσμο, τα προβλήματά σου και όλα αυτά που σε στοιχειώνουν. Ο καθρέφτης που κοιτάζεις αυτή τη στιγμή, έχει δυο όψεις. Μπορείς να μείνεις φυλακισμένος στον ψυχρό, γυάλινο κόσμο του για πάντα. Ή μπορείς να τον σπάσεις σε εκατομμύρια κομμάτια, να σκορπίσεις τη γυάλινη χρυσόσκονη στον άνεμο και να ξαναβρείς τη χαμένη σου ανάσα[...]
[...]«Μικρέ!» ούρλιαξε και τον έκλεισε στην αγκαλιά του τη στιγμή που το παιδί είχε κλείσει τα μάτια του. «Μικρέ τι έπαθες! Ξύπνα! Είναι απλώς πυροτεχνήματα! Δεν σκοτώνουν… δεν γίνεται να σκοτώνουν… Δεν γίνεται να σκοτώνουν τα πυροτεχνήματα!»[...]
Διαβάστε περισσότερα παρακάτω:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου