Translate

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Το Αγόρι με τα Γκρίζα Μάτια


[...] Ο μικρός σηκώθηκε και κάθισε πιο κοντά της˙ τόσο κοντά, που μπορούσε να δει τον εαυτό της να καθρεφτίζεται μέσα στα μάτια του˙ εκείνα τα γκρίζα μάτια που της φαίνονταν τόσο οικεία, χωρίς ωστόσο να μπορεί να εξηγήσει τον λόγο. Και ξαφνικά, τα μάτια αυτά άρχισαν να γυαλίζουν. Δυο μεγάλες σταγόνες ξεχύθηκαν από μέσα τους και κύλησαν στα μάγουλα του παιδιού. Η Κάλια σήκωσε το χέρι της για να το χαϊδέψει, σταμάτησε όμως απότομα. Πώς μπορούσε να αγγίξει ένα ξένο παιδί; Δάγκωσε τα χείλη. [...]

Διαβάστε περισσότερα παρακάτω:

Το Αγόρι με τα Γκρίζα Μάτια


Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Ο Μόδιστρος και το Αρκουδάκι του Halloween

Με αφορμή τη χθεσινή γιορτή του Halloween, διαβάστε μια σχετική ιστορία μου.

[...]Halloween: Οι νεκροί περπατούν ανάμεσα στους ζωντανούς. Αφήνουν χνάρια που αν τα ακολουθήσουμε, οι συνέπειες, μπορεί να αποβούν ολέθριες ή… σωτήριες για τη ζωή μας[...]

[...]Συνέχισε να περπατά κουτσαίνοντας μέσα στην πολύχρωμη θάλασσα των μασκαράδων, ενώ οι φωτισμένες κολοκύθες έμοιαζαν με στοιχειωμένα πρόσωπα που τα πύρινα μάτια τους διαπερνούσαν όχι μόνο το σκοτάδι της νύχτας, μα και αυτό που φώλιαζε μέσα στις ψυχές. Τα μικρά στρόγγυλα γυαλιά του θόλωσαν από τη ζεστή του ανάσα. Τα έβγαλε και τα σκούπισε βιαστικά με ένα μαντήλι[...]

 [...]Από τότε, κλείστηκε στον εαυτό του και στο σπίτι του. Δεν έβγαινε έξω, παρά μόνο όταν έπεφτε η νύχτα και μόνο όταν ήταν αναγκαίο, όπως απόψε.

Τώρα, επέστρεφε στο σπίτι κρατώντας μια σακούλα με τρία πακέτα. Ένα ελαφρύ αεράκι φύσηξε, και μερικά νεκρά, φθινοπωρινά φύλλα ξεκόλλησαν από τα κλαδιά κι έπεσαν απαλά γύρω του και πάνω στο παλτό του[...]

[...]Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν ξύπνησε απότομα. Δεν άργησε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον τρόμαξε. Η γάτα είχε ρίξει τη σακούλα στο πάτωμα και γρύλιζε κοιτώντας το εσωτερικό της[...]

[...]η πόρτα της αυλής ταλαντεύτηκε με ένα ελαφρύ τρίξιμο και μια σκιά σύρθηκε αθέατη ως την εξώπορτα του σπιτιού. Την επόμενη στιγμή, βρέθηκε στο σαλόνι. Προσπέρασε τη γάτα, η οποία μόλις την αντιλήφθηκε κρύφτηκε κάτω από τον καναπέ και κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα[...]

Διαβάστε περισσότερα στο:

Ο Μόδιστρος και το Αρκουδάκι του Halloween




Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2022

Damon HellWay Saga Part 21: Η Άκρη του Νήματος

 


Εν αναμονή του Halloween, διαβάστε ακόμα ένα διήγημά μου από τον κόσμο του #DamonHellWay.

[...]Η Μάρτζορι έκλεισε την πόρτα που οδηγούσε στο υπόγειο και περπάτησε στον στενό διάδρομο του ισογείου με τη σκιά της να σέρνεται πάνω στον τοίχο.

Ακούστηκε ένα χτύπημα στην εξώπορτα. Έκανε μια απαξιωτική κίνηση με το χέρι και συνέχισε. Ύστερα από λίγο, τα χτυπήματα έγιναν δύο. Έπειτα τρία. Μετά τέσσερα. Και τέλος δεν σταματούσαν. Και ξαφνικά, τα φώτα του σπιτιού έλαμψαν εκτυφλωτικά κι έσβησαν απότομα κάνοντας έναν δυνατό κρότο λες και κάτι έσπασε. Η γυναίκα έφερε το χέρι στο στήθος προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Αμέσως έβγαλε ένα κερί από το συρτάρι και μερικά σπίρτα. Το άναψε βιαστικά και φώτισε τον χώρο. Πλησίασε στην εξώπορτα. Ήταν σφαλισμένη. Κάνοντας μεταβολή όμως, πρόσεξε ένα κουβάρι με κλωστή να βρίσκεται στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στον επάνω όροφο[...]

[...]Λίγο πριν ξημερώσει, τα φώτα από τα φαναράκια και τις κολοκύθες, έμοιαζαν με πυγολαμπίδες μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Η ησυχία ήταν απόλυτη. Ένας άντρας με λευκά μαλλιά, χλωμό δέρμα, γαλανά μάτια και μαύρα ρούχα, κρατούσε το κουβάρι και τύλιγε αργά την κλωστή, τραβώντας την από το σπίτι της Μάρτζορι. Δίπλα του, στεκόταν ο Τζέρεμι Σίγκουλ, ο προσωπικός του συγγραφέας. Το κορίτσι με το κόκκινο παλτό, ξεπρόβαλλε κρατώντας την άκρη του νήματος και άρχισε να τους πλησιάζει[...]

Διαβάστε περισσότερα στο:

Damon HellWay Saga: Η Άκρη του Νήματος




Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

Η Αλίκη στη Χώρα του Ποτέ


Διαβάστε την ιστορία μου στο TheBluez.gr

[...]Η πόρτα όμως που ήταν στη μεριά του άνοιξε κι εκείνος βγήκε έξω τρέχοντας. Γύρισε ξαφνιασμένη προς τους υπόλοιπους επιβάτες, αλλά αναπήδησε τρομαγμένη. Όλοι είχαν κλειστά μάτια και το στήθος τους ανεβοκατέβαινε ρυθμικά. Έμοιαζαν να κοιμούνται. Πήγε δίπλα τους και τους παρατήρησε. Ήταν ένας μεσήλικας άντρας που τα γυαλιά του είχαν γείρει στο πλάι, μια τροφαντή κυρία με κότσο και έντονο μακιγιάζ και ένας νεαρός. Κάτι της θύμιζαν, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι[...]

[...]Ίσα που πρόλαβε να ελιχθεί προτού ένα κοράκι περάσει δίπλα της και προσγειωθεί μπροστά της. Την κοίταξε προκλητικά, έσκυψε στο έδαφος, κι άρχισε να τσιμπάει μερικά ψίχουλα. Τα παρατήρησε και διαπίστωσε ότι σχημάτιζαν μια ευθεία διαδρομή. Στένεψε το βλέμμα. Δεν ήξερε γιατί, αλλά αποφάσισε να την ακολουθήσει. Προσπέρασε το κοράκι. Εκείνο της πέταξε ένα κρώξιμο και συνέχισε να τρώει.

Βρέθηκε σε ένα στενό δρομάκι. Υπήρχε «κάτι» κρεμασμένο ανάμεσα στα κτίρια που βρίσκονταν στις δύο πλευρές του δρόμου. Πλησίασε πιο κοντά. Τρία πάνινα κουνέλια κρέμονταν από ένα σκοινί[...]

[...]«Μα δεν είναι φανερό;» τη ρώτησε με σφιγμένα δόντια. «Είναι το μέρος όπου πεθαίνουν τα παραμύθια!»[...]

[...]σε έναν ανάποδο κόσμο η αντανάκλασή σου στον καθρέφτη θα σου δείχνει το λάθος. Τότε πρέπει να σκεφτείς ήρεμα και να πράξεις το σωστό… Το θέμα είναι να μπορείς να κρατήσεις την ισορροπία σου, ακόμα κι όταν όλα είναι εναντίον σου﮲  ακόμα κι όταν ο κόσμος γύρω σου έχει γυρίσει ανάποδα»[...]

Διαβάστε περισσότερα στο:

Η Αλίκη στη Χώρα του Ποτέ


Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2022

Damon HellWay Saga Part 20: Το Απόλυτο Κακό

[...]Η φωνή της ακούστηκε επιτακτική αυτή τη φορά. Το αγόρι άφησε τη γάτα χωρίς να το σκεφτεί. Το ζωάκι άδραξε την ευκαιρία κι έτρεξε μακριά. Σηκώθηκε λες και ήταν υπνωτισμένος. Η Λούσι έκανε μεταβολή και προχώρησε κατευθείαν πάνω σε έναν θάμνο. Ο Λούκας κοντοστάθηκε. Το κορίτσι με τα λευκά μαλλιά σταμάτησε απότομα.

«Φοβάσαι;»[...]

[...]«Το απόλυτο κακό δεν είμαι εγώ» τον άκουσε να λέει. «Το απόλυτο κακό είναι αυτό που πηγάζει από μέσα μας. Είναι αυτό που απλώνει τα πλοκάμια του και αγκαλιάζει κάθε πτυχή του μυαλού μας, οδηγώντας μας σε πράξεις αδιανόητες˙ πράξεις αποτρόπαιες. Μας κάνει να βλάπτουμε τους άλλους, νιώθοντας ασφαλείς αφού το κακό που τους προκαλούμε δεν πρόκειται να μας αγγίξει. To απόλυτο κακό, Άιζακ, το προκάλεσες εσύ. Θυσίασες την ψυχή σου στον Βωμό του Χρήματος. Θυσίασες τη ψυχή σου… σε μένα! Τώρα λοιπόν ήρθα για να εισπράξω αυτό που μου έταξες!»

Εκείνος άνοιξε τα μάτια και σύρθηκε προς τα πίσω. Η πλάτη του όμως ακούμπησε πάνω στον τοίχο. Δεν είχε πού αλλού να πάει[...]

[...]Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που μόλις άκουσε, το σώμα του σωριάστηκε στο πάτωμα. Οι σειρήνες «τσίριζαν» από μακριά. Εκείνος όμως δεν τις άκουγε. Βρέθηκε ξανά στο δωμάτιο του κάστρου, με τα κάδρα των παιδιών να δεσπόζουν στους τοίχους. Κλάματα και ψίθυροι άρχισαν να ηχούν γύρω του˙ ψίθυροι που έγιναν ουρλιαχτά˙ εκκωφαντικά ουρλιαχτά που του τρυπούσαν το μυαλό κι έμοιαζαν με λεπίδες που μπήγονταν αργά και βασανιστικά στην καρδιά του.  Και τότε, τα παιδιά ξεπήδησαν από τις κορνίζες κι έγιναν πορσελάνινες κούκλες˙ αμέτρητες κούκλες, που τον πλησίαζαν απειλητικά. Ο κλοιός γύρω του στένευε. Ούρλιαζε, αλλά δεν υπήρχε κανείς για να ακούσει την κραυγή του[...]

Διαβάστε περισσότερα στο:

Damon HellWay Saga: Το Απόλυτο Κακό



Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2022

Damon HellWay Saga Part 19: Παλάτια από Άμμο





Καινούριο κεφάλαιο "#DamonHellWay Saga" στο TheBluez.gr

[...]Ο Νόα έπαιζε μαζί με το κορίτσι στην παραλία. Ξαφνικά η γη άρχισε να σείεται. Ακατάληπτες φωνές έσπασαν τη σιωπή. Δυνατός αέρας ξέσπασε και τα κύματα υψώθηκαν μαστιγώνοντας με μανία την ακτή. Κοίταξε έντρομος τη φίλη του. Εκείνη του ανταπέδωσε το βλέμμα, μα παρέμεινε ανέκφραστη. Έφερε το δάχτυλο στα χείλη της και του έκανε νόημα να σωπάσει. Το αγόρι κράτησε την αναπνοή του.
Και τότε το στρατιωτάκι με τα χρυσά δόντια, πήδηξε από την οροφή του κάστρου και βρέθηκε στην άμμο. Πλησίασε στον πύργο και γρήγορα έχτισε ένα προστατευτικό τείχος γύρω του. Το νερό χτύπησε πάνω του και το κάστρο έμεινε ανέπαφο. Έπειτα χάραξε μία πόρτα πάνω στον ένα τοίχο και τους έκλεισε το μάτι. Ένα μικρό άνοιγμα εμφανίστηκε. Το κορίτσι έπιασε τον Νόα από το χέρι και τον τράβηξε απότομα. Το άνοιγμα τους ρούφηξε μεμιάς. Η πόρτα έκλεισε και ο στρατιώτης στάθηκε απέξω σε στάση προσοχής. Δεν χαμογελούσε πια[...]

[...] Έχεις χτίσει τους ψηλότερους ουρανοξύστες, Μέισον. Δεν έχεις καταλάβει όμως, πως όλα αυτά, τα πλούτη, η εξουσία, τα υλικά αγαθά, είναι εφήμερα». Έσκυψε ξανά από πάνω του. «Μοιάζουν με παλάτια από άμμο. Είναι απλώς χωμάτινα φρούρια που σου δίνουν μια πλασματική αίσθηση ασφάλειας, έτοιμη να διαλυθεί μόλις το νερό πέσει πάνω τους και τα μετατρέψει σε λάσπη. Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει*».
Ο Μέισον έδειξε προς το χωμάτινο κάστρο του Νόα.
«Κι αυτό γιατί δεν…»
«Επειδή αυτό, σαν άλλη ‘Κιβωτός του Νώε’, έχει σκοπό να σώσει την ψυχή και την αθωότητα ενός παιδιού, προστατεύοντάς το από σένα −που δεν είσαι άξιος για πατέρας του− και από τον ‘Κατακλυσμό’ που θα εξαφανίσει κάθε ίχνος από την αποτρόπαιη ύπαρξή σου»[...]

 [...] Ναι, δεν έκανε λάθος. Το στρατιωτάκι χαμογελούσε. Κι έτσι όπως έπεφτε πάνω του το φως του ήλιου, τα δόντια του άστραφταν. Μια ολόχρυση οδοντοστοιχία έλαμπε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του. Το μικρό αγόρι συνέχισε να το περιεργάζεται. Η ατσάλινη φορεσιά του στραφτάλιζε και το μυτερό του ξίφος έμοιαζε έτοιμο να ξεσκίσει οποιοδήποτε θαλάσσιο τέρας ετοιμαζόταν να του επιτεθεί. Ο Νόα έπαψε να φοβάται και του ανταπέδωσε το χαμόγελο[...]

Διαβάστε περισσότερα στο:



Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

L.i. Lethargica Intelligence: Ένα, Δύο, Τρία, Τέσσερα… Κρακ!


 

Το τρίτο μέρος της ιστορίας μου στο TheBluez.gr, με τίτλο: "L.i. Lethargica Intelligence: Ένα, Δύο, Τρία, Τέσσερα... Κρακ!"

[...]Προσπάθησε να ανακαλέσει τη στιγμή, αλλά η ανάμνηση «γλίστρησε» μπροστά από τα μάτια του, χόρεψε στον αέρα, έπεσε στη θάλασσα, βούλιαξε και παρασύρθηκε μακριά του[...]

[...]Άρπαξε μια πέτρα και την έριξε με δύναμη στο νερό. Η λεία επιφάνεια του γέμισε ρυτίδες. Γονάτισε και σύρθηκε προς τα εκεί. Η άμμος κόλλησε στις παλάμες και τα γόνατά του. Ένα βότσαλο αναδύθηκε στην επιφάνεια﮲  ένα βότσαλο, που είχε ζωγραφισμένο πάνω του ένα πρόσωπο. Το στόμα του ανοιγόκλεισε[...]

[...]«Όχι έτσι!» ήχησε μια μακρινή φωνή στα αυτιά του﮲  τόσο μακρινή, όσο η ανάμνηση που τη συνόδευε﮲  μια ανάμνηση που είχε φροντίσει να απωθήσει για τα καλά και τώρα άρχιζε να αναδύεται από τα βάθη του μυαλού του, όπως ακριβώς τα νεκρά ψάρια από τα βάθη της θάλασσας[...]

[...] Κάτι υπήρχε στην άλλη πλευρά. Το ένιωθε. Το ήξερε, αλλά δεν μπορούσε, ή μάλλον δεν ήθελε να κοιτάξει. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά. Ο ήλιος τον τύφλωσε. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια. Σκίασε το μέτωπο με το χέρι του και τα άνοιξε ξανά. Του φάνηκε ότι είδε μια σιλουέτα να τον κοιτάζει από την κορυφή του βράχου. Την επόμενη στιγμή είχε εξαφανιστεί. Κάθισε στην άμμο, έχωσε το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά του κι άρχισε να το χτυπάει με τις γροθιές του[...]

Διαβάστε περισσότερα στο:

L.i. Lethargica Intelligence: Ένα, Δύο, Τρία, Τέσσερα… Κρακ!


Τετάρτη 4 Μαΐου 2022

L.i. Lethargica Intelligence: Στα Βάθη του Μυαλού


[...] Μια μικρή κουκίδα φαινόταν από μακριά﮲ μια μικρή κουκίδα που έσερνε κάτι μαζί της, σταματούσε ανά διαστήματα και πλησίαζε σιγά σιγά προς το μέρος της. Ο ήχος δυνάμωνε. Τελικά διαπίστωσε πως δεν επρόκειτο για κουκίδα, αλλά για άνθρωπο: έναν άνθρωπο, που φορούσε μια ολόλευκη γυαλιστερή φόρμα κι ένα κόκκινο γυαλιστερό καπέλο. Εκείνο που έσερνε, έμοιαζε με μια μεγάλη, μαύρη ηλεκτρική σκούπα. Η Μέλοντι στένεψε το βλέμμα. Ο άντρας έκανε στάσεις σε διάφορα σημεία, οι πόρτες άνοιγαν διάπλατα κι εκείνος έστρεφε τη σκούπα προς τα μέσα. Εκείνη ρουφούσε κάτι που έμοιαζε με γκρίζο σύννεφο. Και τότε κατάλαβε. Όλος ο διάδρομος ήταν γεμάτος κελιά. Και ο άντρας, ρουφούσε αυτό που υπήρχε μέσα τους. Κοίταξε από την άλλη πλευρά. Τοίχος. Το κελί της ήταν το τελευταίο. Ο καθαριστής ολοένα και πλησίαζε. Σε λίγο θα ερχόταν το τέλος της [...]
[...] Ένιωσε την ακαταμάχητη ανάγκη να τη σφίξει στην αγκαλιά της. Και τότε, ένας διαπεραστικός πόνος της έσκισε τα σωθικά﮲ ένας πόνος, που δεν έμοιαζε με κανέναν άλλον﮲ ένας πόνος που θύμιζε λεπίδες που μπήγονταν σε κάθε σπιθαμή του κορμιού της. Πλημμύρισε με θλίψη, απέραντη θλίψη που έκανε τα δάκρυα να ξεχυθούν από τα μάτια της σαν κύματα από φουρτουνιασμένες θάλασσες [...]

[...] Η αντανάκλαση μιας κοπέλας με μαύρα εβένινα μαλλιά με μπούκλες, καστανά αμυγδαλωτά μάτια, αψεγάδιαστο δέρμα και λευκό σατέν νυχτικό, της ανταπέδωσε το βλέμμα. Ένα αχνό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό της, για να αντικατασταθεί σχεδόν αμέσως από μια έκφραση φρίκης. Το δέρμα της άρχισε να ραγίζει. Η εικόνα μπροστά της τρεμούλιασε. Οι μπούκλες λύθηκαν και μετατράπηκαν σε λιγδιασμένα σκοινιά. Τα χείλη της έσκασαν [...]

Διαβάστε περισσότερα στο:



Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

Φωτιές στον Ουρανό


[...] Ήταν εννιά χρονών όταν είδε εκείνο το περίεργο φως πάνω από την αλάνα και χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξε προς τα εκεί. Έψαξε τριγύρω, τη στιγμή που μερικά πεφταστέρια έσκιζαν με τις λάμψεις τους τον σκοτεινό ουρανό. Το μόνο που βρήκε, ήταν ένα μικρό, μεταλλικό, τετράγωνο κουτί με ένα φωτάκι που τρεμόπαιζε αδύναμα μέχρι που έσβησε τελείως. Το καταχώνιασε σε ένα συρτάρι και ξέχασε σχεδόν αμέσως την ύπαρξή του [...]

[...] Κοίταξε το κουτάκι πάνω στο γραφείο του. Το φωτάκι τρεμόπαιζε. Χωρίς να ξέρει γιατί, το έριξε στην τσέπη του. Διέρρηξε με ευκολία την πόρτα και βγήκε στον διάδρομο. Οι τρόφιμοι χοροπηδούσαν και κοπανούσαν τραπέζια και καρέκλες. Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Κατέβηκε στο ισόγειο. Οι υπάλληλοι ήταν άφαντοι και τα έπιπλα αναποδογυρισμένα. Μάζεψε έναν σουγιά ανάμεσα από τα γυαλιά που ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα και προχώρησε προς την έξοδο. Διέσχισε την αυλή. Πέρασε την καγκελόπορτα και βρέθηκε στον δρόμο.

Ένας ρακένδυτος άντρας που μονολογούσε τον σκούντησε κατά λάθος. Μόλις τον αντίκρισε, τον κοίταξε έντρομος.

«Εσύ!» Τον έπιασε από τον γιακά. Ο Κόντι τραβήχτηκε, αλλά εκείνος δεν χαλάρωσε τη λαβή του. «Εσύ!» επέμεινε. «Μόνο εσύ μπορείς να σβήσεις τις φωτιές από τον ουρανό!»

Ο Κόντι κατάφερε να απελευθερωθεί κι απομακρύνθηκε γρήγορα.

«Σε είδα στον ύπνο μου! Μόνο εσύ…»

Ένας εκκωφαντικός κρότος ακούστηκε. Ο άντρας σώπασε απότομα. Ο Κόντι δεν γύρισε να κοιτάξει [...] 

Διαβάστε περισσότερα στο:



Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022

Damon HellWay Saga Part 18: Οι μουσικές καρέκλες


[...] Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε προς το παράθυρο. Κανείς δεν την πίστευε όταν τους έλεγε για όσα έβλεπε να διαδραματίζονται τα βράδια σε εκείνο το χωράφι. Γι’ αυτούς, ήταν η τρελή, η σαλεμένη του χωριού που βούλιαζε σε φαντασιώσεις. Μάταια προσπαθούσε να τους πείσει για τις σκιές που απλώνονταν σαν δηλητήριο και γίνονταν όλο και πιο συμπαγείς με το πέρασμα του χρόνου. Μάταια προσπαθούσε να τους πείσει πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να σταματήσουν το κακό που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να εξαπλωθεί στο μικρό χωριό του Μέλβιλ. Κανείς δεν την έπαιρνε στα σοβαρά [...]

[...] Το ελαφρύ αεράκι, σήκωνε ένα σύννεφο σκόνης που δημιουργούσε ένα θολό πέπλο μπροστά από το δέντρο και τις καρέκλες, κάνοντας όποιον κοιτούσε προς τα εκεί, να μην είναι σίγουρος γι’ αυτό που στα αλήθεια έβλεπε. Ένας γέρος φάνηκε να πλησιάζει κουτσαίνοντας. Τα ψαρά, αχτένιστα μαλλιά του ανέμιζαν κάτω από το τρύπιο κασκέτο του, ενώ η ροζιασμένη μαγκούρα του χτυπούσε με δύναμη το χώμα καθώς στηριζόταν πάνω της. Πέρασε μέσα από το πέπλο της σκόνης και στάθηκε μπροστά στον κορμό. Κοίταξε τις καινούριες κουφάλες που είχαν εμφανιστεί και κούνησε το κεφάλι με αποδοκιμασία.

«Σε περίμενα» είπε ήρεμα με τα λιγοστά, κιτρινισμένα δόντια του να φαίνονται ξεκάθαρα.

Στράφηκε προς τα δεξιά του. Ένας άντρας με λευκά μαλλιά και δέρμα, καταγάλανα μάτια και μαύρη, μακριά καπαρντίνα στεκόταν ανέκφραστος. Έτεινε το χέρι προς το μέρος του και άνοιξε την παλάμη. Πάνω της, υπήρχε ένα ασημένιο κλειδί [...]

Διαβάστε περισσότερα στο: