[...] Κοίταξε το κουτάκι πάνω στο γραφείο του. Το φωτάκι τρεμόπαιζε. Χωρίς να ξέρει γιατί, το έριξε στην τσέπη του. Διέρρηξε με ευκολία την πόρτα και βγήκε στον διάδρομο. Οι τρόφιμοι χοροπηδούσαν και κοπανούσαν τραπέζια και καρέκλες. Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Κατέβηκε στο ισόγειο. Οι υπάλληλοι ήταν άφαντοι και τα έπιπλα αναποδογυρισμένα. Μάζεψε έναν σουγιά ανάμεσα από τα γυαλιά που ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα και προχώρησε προς την έξοδο. Διέσχισε την αυλή. Πέρασε την καγκελόπορτα και βρέθηκε στον δρόμο.
Ένας ρακένδυτος άντρας που μονολογούσε τον σκούντησε κατά λάθος. Μόλις τον αντίκρισε, τον κοίταξε έντρομος.
«Εσύ!» Τον έπιασε από τον γιακά. Ο Κόντι τραβήχτηκε, αλλά εκείνος δεν χαλάρωσε τη λαβή του. «Εσύ!» επέμεινε. «Μόνο εσύ μπορείς να σβήσεις τις φωτιές από τον ουρανό!»
Ο Κόντι κατάφερε να απελευθερωθεί κι απομακρύνθηκε γρήγορα.
«Σε είδα στον ύπνο μου! Μόνο εσύ…»
Ένας εκκωφαντικός κρότος ακούστηκε. Ο άντρας σώπασε απότομα. Ο Κόντι δεν γύρισε να κοιτάξει [...]
Διαβάστε περισσότερα στο: