[...] Το ελαφρύ αεράκι, σήκωνε ένα σύννεφο σκόνης που δημιουργούσε ένα θολό πέπλο μπροστά από το δέντρο και τις καρέκλες, κάνοντας όποιον κοιτούσε προς τα εκεί, να μην είναι σίγουρος γι’ αυτό που στα αλήθεια έβλεπε. Ένας γέρος φάνηκε να πλησιάζει κουτσαίνοντας. Τα ψαρά, αχτένιστα μαλλιά του ανέμιζαν κάτω από το τρύπιο κασκέτο του, ενώ η ροζιασμένη μαγκούρα του χτυπούσε με δύναμη το χώμα καθώς στηριζόταν πάνω της. Πέρασε μέσα από το πέπλο της σκόνης και στάθηκε μπροστά στον κορμό. Κοίταξε τις καινούριες κουφάλες που είχαν εμφανιστεί και κούνησε το κεφάλι με αποδοκιμασία.
«Σε περίμενα» είπε ήρεμα με τα λιγοστά, κιτρινισμένα δόντια του να φαίνονται ξεκάθαρα.
Στράφηκε προς τα δεξιά του. Ένας άντρας με λευκά μαλλιά και δέρμα, καταγάλανα μάτια και μαύρη, μακριά καπαρντίνα στεκόταν ανέκφραστος. Έτεινε το χέρι προς το μέρος του και άνοιξε την παλάμη. Πάνω της, υπήρχε ένα ασημένιο κλειδί [...]
Διαβάστε περισσότερα στο: