"Ο ιστός της αράχνης λαμπύριζε μέσα στο σκοτάδι. Φαινόταν τόσο εύθραυστος. Ήξερε ότι ακόμα και το παραμικρό του άγγιγμα μπορούσε να τον διαλύσει. Η δύναμη που ασκούσε πάνω του ήταν ακαταμάχητη...
Αγγιξε ανεπαίσθητα τον ιστό και οι λεπτές κλωστές τρεμούλιασαν. Ήταν απειράριθμες… Πόσο εύκολο ήταν να τις κόψει;
Εκείνος συνέχιζε να τραντάζει την κλωστή με ένα παρανοϊκό χαμόγελο. Στη συνέχεια, αφού έριξε μια τελευταία ματιά στο κόκκινο υγρό, έγειρε το ποτήρι κι εκείνο έπεσε πάνω στην κλωστή. Οι κόκκινες σταγόνες πάνω της, έμοιαζαν με μακάβριο έργο τέχνης. Η γνωστή μυρωδιά του αίματος γέμισε την ατμόσφαιρα. Σήκωσε το δάχτυλό του και κοίταξε τα γαμψά του νύχια. Με μια αστραπιαία κίνηση, έκοψε το ασημένιο νήμα, κι εκείνο κρεμάστηκε άψυχο στον αέρα."